λεμφογάγγλιο

λεμφογάγγλιο
το
ανατ. στοιχείο τού λεμφικού συστήματος με διάμετρο 1 έως 25 χιλιοστομέτρων και με σχήμα στρογγυλό, ωοειδές ή φασιολοειδές που απαντά μεμονωμένο ή κατά ομάδες κατά μήκος τών λεμφαγγείων, αλλ. λεμφαδένας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • λεμφαδένας — Ωοειδής δομή που εντοπίζεται κατά μήκος της πορείας των λεμφαγγείων. Φιλτράρει τη λέμφο (βλ. λ.) και ενεργεί ως φραγμός για την εξάπλωση μιας λοίμωξης. Η διόγκωσή του μπορεί να είναι ένδειξη τοπικής φλεγμονής, συστηματικής διαταραχής ή… …   Dictionary of Greek

  • λεμφαδενοειδής — ές ανατ. (για ιστούς) αυτός που η λεπτή υφή του θυμίζει λεμφογάγγλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”